ἀπρόσκλιτος, -ον


1 imparcial subst. τὸ ἀ. imparcialidad τὸ λίαν ἀπηκριβωμένον τοῦ κριτοῦ καὶ ἀπρόσκλιτον Ast.Am.Hom.9.3.1.

2 adv. -ως de forma imparcial, ecuánime οἰκονομεῖν Basil.M.31.1008B.