ἀπρόσκεπτος, -ον
I
οὐδένX.Lac.13.7.
2 que no prevé, imprevisor
τοὺς μετὰ τοῦ παθεῖν μανθάνοντας ἀπροσκέπτους ὀνομάζομενD.51.15, cf. Antiph.195 (cj. pero v. II),
εὐεξαπάτητος γὰρ ἕκαστος ἐν οἷς ἐστιν ἀ.Gal.Adhort.9,
τις ἀ.Iambl.VP 212.
II adv. -ως de forma imprevista
ταῦτ' ἀπροσκέπτως ποιεῖν ἅπανταAntiph.195.9 (cód.),
ἀνοίγεσθαι ... ἀ.Aen.Tact.28.4,
τοὺς μὲν ... ἀπροσσκέπτως (sic) ἀνάγοντάς τινας ἐπιπλήσσετεSB 5675.12 (II a.C.), cf. Poll.6.144.