< ἀπροσθετέω
ἀπρόσθικτος >
ἀπρόσθετος
,
-ον
que no tiene añadido
o
recargo
δηνάρια
PDura
29.8 (III d.C.),
αἱ ἀγορασίαι
Heph.Astr.3.6.4, cf.
Theol.Ar
.30.