ἀπρόπτωτος, -ον
I
συγκατάθεσιςArr.Epict.2.8.29
•no precipitado
δεῖ γὰρ τὸν ἀπρόπτωτον ἀ(ν)έλ(κ)υστόν τε εἶναι ὑπὸ φαντασίαςChrysipp.Stoic.2.40.12.
2 de pers. libre de juicios precipitados
τὸ συμβεβηκὸς τοῦτο κωλύει σε ... εἶναι ... ἀπρόπτωτονM.Ant.4.49
•de abstr. firme, seguro
τῇ τῶν θεῶν ἀπροπτώτῳ συμμαχίᾳLXX 3Ma.3.14.
II adv. -ως sin precipitación
ἀ. ἀκοῦσαιChrysipp.Stoic.3.50.36.