< ἀπροξίς
ἀπροοιμίαστος >
ἀπρόοδος
,
-ον
fil.
que no emana
εἰ ἄρα τὸ ἓν μόνον τῇ αὐτοῦ φύσει ἐστιν ἀπρόοδον
Dam.
Pr
.48,
(ἡ φύσις)
Dam.
Pr
.34, cf. 81.