ἀπρόληπτος, -ον


1 inesperado, imprevisto μηδὲν αὐτῷ τῶν ἐναντιουμένων ἀπρόληπτον προσπίπτειν Chrysipp.Stoic.3.149, ἐπιβολαί Onas.8.1
subst. ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων Hierocl.in CA 18.2.

2 no prejuzgado ἀ. καὶ ἀδέκαστος γενόμενος διαιτητής Syrian.in Metaph.1.15.