< ἀπροβουλία
ἀπρόγνωστος >
ἀπρόβουλος
,
-ον
desprevenido
ὕπνος
A.
Ch
.620 (cj. Page, cód. ἀπροβούλως), glos. ἀπρονοήτως Sch.
ad loc
.