< ἀπροφύλακτος
ἀπρόχυτος >
ἀπροφώνητος
,
-ον
no anunciado de antemano
διὰ τὸ αἰφνίδιον γὰρ καὶ ἀπροφώνητον τῆς ἐξόδου ὡς ἀπολωλότα αὐτὸν θρηνεῖ
Sch.
Od
.4.727.