< ἀπροτίελπτος
ἀπροτιόπιστος >
ἀπροτίμαστος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῐ-]
1
no tocado
de Briseida,
Il
.19.263.
2
inalcanzable
Ὅμηρος
Euph.145.
3
ἀπροτίμαστον· ἀπροσδόκητον
Hsch.