< ἀπρόσοπτος
ἀπροσόρμιστος >
ἀπροσόρᾱτος
,
-ον
que no se puede mirar
,
terrible
πόνος
Pi.
O
.2.67, de Pandora y Hécate, Orph.
A
.973, epít. de
Κύρβας
Orph.
H
.39.2.