ἀπροσήγορος, -ον
a quien no se puede hablar, inabordable
τὸ δυσπρόσοιστον κἀπροσήγορον στόμαS.OC 1277
•de ahí fig. fiero, terrible
λέοντ', ἄπλατον θρέμμα κἀπροσήγορονS.Tr.1093
•en que no se puede hablar
συνουσίαPlu.2.679a.
τὸ δυσπρόσοιστον κἀπροσήγορον στόμαS.OC 1277
λέοντ', ἄπλατον θρέμμα κἀπροσήγορονS.Tr.1093
συνουσίαPlu.2.679a.