< ἀπροσάντητος
ἀπροσάρτητος >
ἀπροσάρμοστος
,
-ον
mal ajustado
ὅθεν ἀπροσάρμοστος ἦν αὐτῷ περὶ τὰς κλεῖδας ὁ θώραξ
Eust.1271.58, cf.
Op
.209.34.