< ἀπροστάτευτος
ἀπροστάτητος >
ἀπροστάτης
,
-ου, ὁ
que no tiene protección
ὡς ἐν ἀνόμῳ καὶ ἀπροστάτῃ χώρῳ
Eus.
VC
3.55,
LC
8.