< ἀπροσπολίη
ἀπρόσπταιστος >
ἀπροσπόριστος
,
-ον
de lo que no se dispone
περὶ τῆς χρήσεως τῶν ἀπροσπορίστων ... νόμων
Ath.Scholast.
Coll
.9.10 (p.104).