< ἀπροσόδευτος
ἀπρόσοδος >
ἀπροσοδίαστος
,
-ον
que no es productivo
μὴ δοκεῖν ἀπροσοδίαστον τὴν δωρεάν μου τῇ πόλει
IGR
3.422.19 (Termeso).