< ἀπροσκόπητος
1 ἀπρόσκοπος >
ἀπροσκοπία
,
-ας, ἡ
salud
,
bienestar
σύ μοι ταχύτερον δήλωσον περὶ τῆς ἀπροσκοπίας σου
SB
7352.8 (II/III d.C.).