< ἀπροσεξία
ἀπροσεχόντως >
ἀπροσεχής
,
-ές
1
descuidado
Ephr.Syr.3.360B.
2
adv. -ως
negligentemente
ἀπροσέχως νομίσαντες
Isid.Pel.
Ep
.M.78.237A.