ἀπροσδέητος, -ον


que no necesita de de pers., c. gen. μὴ ... πεφροντικέναι ἀπροσδέητον ἑτέρων γενέσθαι no haber reflexionado que él no ha de necesitar de los otros, PTeb.23.9 (II a.C.), ὑμᾶς δὲ πάντων τούτων ἀπροσδεήτους (οἱ θεοὶ) πεποιήκασι Plb.21.23.4, ἀπροσδε[ήτ]ους εἶναι τῆ[ς ἀ]φ' ἑαυτῶν διδασκαλίας Phld.Rh.1.194, ἀπροσδέητος εἶ παρακλήσεως tu no necesitas exhortación, POsl.148.6 (II/I a.C.), παντὸς καὶ λόγου καὶ ἔργου Anon.Herc.346.11.3
abs. ὑπὲρ ὧν ἐσήμαινες πέμψαι γεωργῶν ἀπροσδέητοί ἐσμεν respecto a los agricultores que dijiste que ibas a enviarnos, no los necesitamos, PTeb.19.5 (II a.C.).