ἀπρομηθής, -ές
adj. gener. subst. neutr. τὸ ἀπρομηθές falta de previsión
τὸ ἀπρομηθὲς τῶν γεγονότωνI.AI 19.218,
ἤρετο τὴν αἰτίαν τοῦ ἀπρομηθοῦςI.AI 18.175
•en plu. οἱ ἀπρομηθέστεροι los que no prevén nada Tz.Ep.6, Eust.Op.p.72.35.
τὸ ἀπρομηθὲς τῶν γεγονότωνI.AI 19.218,
ἤρετο τὴν αἰτίαν τοῦ ἀπρομηθοῦςI.AI 18.175