ἀπροαιρεσία, -ας, ἡ


temeridad, falta de reflexión ὁ δὲ αὐτέων κατακρίνει τὴν ἀπροαρεσίην Hp.Ep.17 (p.368), quizá en χάρειν τῆς σῆς {σ}ἀπροεραίσει SB 4317.5 (II/III d.C.).