< ἀπουλωτικός
ἀπουραγέω >
ἀποΰπατος
,
-ον
ex-cónsul
,
consular
μαγίστρῳ τῶν ὀφφικίων ἀποϋπάτων
JRCil
.2.31A.5, cf. Nil.M.79.420A.