ἀποίχομαι
• Morfología: [impf. ἀποίχετο Theoc.14.36]


A intr.

I 1en ind. o part. c. aspecto de perf. estar alejado, ausente c. gen. y/o determ. temp. πολέμοιο Il.11.408, ἀνδρός Il.19.342, ἐμῶν γλυκὺ φέγγος ἀποιχόμενον πάλαι ὄσσων Theoc.24.75, ὅπως δὴ δηρὸν ἀποίχεται Od.4.109, ἀνδρὸς ἀποιχομένοιο πολὺν χρόνον Od.21.70, πολλὸν ἀποιχομένου Ὀδυσῆος Od.1.253
abs. ἵνα μιν περὶ πατρὸς ἀποιχομένοιο ἔροιτο Od.1.135, πόθῳ τᾶς ἀποιχομένας ... κούρας E.Hel.1306, cf. ἀποίχεται· ἀφίσταται Hsch.

2 haber partido c. prep. y ac. indic. lugar o tiempo ἀποιχομένου ... ἐς Πέρσας τοῦ Σμέρδιος Hdt.3.30, ὡς ἐπύθετο τοὺς Ἕλληνας ἀποιχομένους ὑπὸ νύκτα Hdt.9.58.

3 fig. haber desaparecido, haber muerto οὐδ' ἀποίχεται χάρις E.HF 134, ἀπολιπών μ' ἀποίχεται Ar.Ra.83, οἱ ἀποιχόμενοι ἄνδρες los muertos Pi.P.1.93, cf. 3.3, SIG 1219.10 (Misia III a.C.), Plb.8.12.8, op. οἱ ζῶντες Perict.p.33, ἀποιχομένης Ἀριάδνης Nonn.D.48.971
de una cuerda de cítara estar roto, AP 6.54 (Paul.Sil.).

II c. aspecto de pres.

1 en impf. e imperat. c. prep. y ac. o adv. irse ἀπῴχετ' ἐς τάξιν πάλιν volvió de nuevo a la formación E.Heracl.818, ἀπῴχοντο partieron LXX Ge.14.12, ἔξω ἀποίχετο Theoc.14.36, ἐς ἄλλον τινὰ δῆμον ἀποίχεσθε Hecat.30, πρὸς τὸν κύριον LXX Iu.6.13.

2 del mes μηνὸς ἀποιχομένου en la última parte del mes Arat.810.

3 pasar, ir de camino χέρε (sic) παροδῖτ' ἀποιχόμενος IG 9(2).318.

B tr. enviar τὸν Ιακωβ ... ἀπῴχετο εἰς τὴν Μεσοποταμίαν envió a Jacob a Mesopotamia LXX Ge.28.6.