< ἀποχωριστής
ἀπόχωσις >
ἀποχωριστικός
,
-ή, -όν
separativo
,
que indica separación
τοῖς ἀποχωριστικοῖς ... νοήμασί τε καὶ ῥήμασιν
Gr.Nyss.
Eun
.2.579.