ἀποχυλίζω


extraer el jugo de la raíz del papiro οἱ ἐν Αἰγύπτῳ ἀποχυλίζουσιν ἐκπτύοντες τὸ διαμάσημα Dsc.1.86, cf. Dieuch.15.49, Arist.Pr.873b4 (var.)
tb. en v. pas. χόνδρος ..., ἀποχυλιζόμενος ... καὶ πλυνόμενος ἱκανῶς Antyll. en Orib.4.11.3.