< ἀπόχρησις
ἀποχριμφθέντα· >
ἀποχρηστεύομαι
prob.
no estar satisfecho
εἰληφὼς παρ' ἐμοῦ ἐγγύους δύο ἀποχρηστεύεται
PTeb
.777.8 (II a.C.).