< ἀπόχρη
ἀποχρήμᾰτος >
ἀποχρηματίζω
tramitar una transacción
,
PDura
13.13 (I d.C.)
•
tb. en v. med.
registrar
,
consignar
de documentos
ἀντίγραφον ἀπεχρηματίσθη ἐν τοῖς ἀρχείοις
IM
293.5.