< ἀποχοιριάζω
ἀποχοίρωσις >
ἀποχοιρόω
convertir en cerdo
de Circe
ἐκείνην ... τὴν ἀποχοιρώσασαν τοὺς Ὀδυσσέως ἑταίρους
Tz.Comm
.Ar.1.86.21.