< ἀποχλωρίας
ἀποχοιριάζω >
ἀποχλωριάω
palidecer
ὁ Ξάνθος ἀποχλωριᾷ
Vit.Aesop.G
54, cf. Hsch.s.u.
ἀπεπορίανεν
.