< ἀπόχημα
[ἀπο]χιμαῖος >
ἀποχηρόω
en v. med.-pas.
enviudar
c. gen. fig.
ὀλόμαν ἀποχηρωθεὶς τᾶς ἐν τεύτλοισι λοχευομένας
Ar.
Pax
1013.