ἀποχετεύω
1 conducir, llevar por un canal, canalizar
τὸ ὕδωρPl.Lg.736b,
ἐπενόησεν τὸ περιττὸν ἀποχετεύεινSor.18.4,
(αἷμα) καρδία ... ἀποχετεύουσα ἐς πᾶν τὸ σῶμαPhilostr.VA 8.7 (p.323.19)
•en v. pas.
ὥσπερ ῥεῦμα ἐκεῖσε ἀπωχετευμένονPl.R.485d,
τόπος ..., εἰς ὃν ἀποχετεύεται τὸν ὑγρὸνArist.Pr.867b13, cf. Ph.Qu.Gen.3.29, M.Ant.12.2, Them.Or.21.260a
•eliminar líquido, vaciarse, desaguar en v. pas.
φαρμάκων, ὑφ' ὧν ὕδεροι ἀποχετεύονταιPhilostr.VA 3.44.
2 cambiar el curso de una corriente de agua, fig. desviar
πρὸς ἑτέρους ... τὸ βάσκανονPlu.2.485e, tb. en v. med.
Πλάτων, ἀπὸ τοῦ Ὁμηρικοῦ κείνου νάματος εἰς αὑτὸν μυρίας ὅσας παρατροπὰς ἀποχετευσάμενοςLongin.13.1
•de ahí dejar exhausta una fuente fig.
πᾶσαν ... τὴν Ὁμήρου ποίησιν ἀποχετεύσαςIul.Or.3.51a.