ἀποχειρογραφέω
• Grafía: graf. ἀποχι-


dud. pagar a plazos ὅστε (sic) εἶναι τοῖς βουλομένοις καὶ κατὰ ἑξάμηνον ἀποχιρογρα(φεῖν) SB 6944.20 (II d.C.).