ἀποχαράσσω
• Alolema(s): át. -ττω


I 1borrar, tachar στήλην D.Chr.31.86, Poll.2.115.

2 vet. escarificar ὅλην τὴν ὁπλὴν κατὰ βάθους Pelagon.486, cf. Hippiatr.52.1, 3.

II 1caracterizar, marcar ἀπ[ο]χαράττει ταῦτα τ[ὸ]ν ἀγ[α]θὸν ποιητήν Phld.Po.5.10.15, cf. 5.28.6.

2 escribir γράμματα ἀποχαράξαι πρὸς ὑμᾶς CIllyr.Ep. en Thdt.HE 4.9.1, 5.