ἀποφῡσάω
1 apartar mediante un soplo
ἀνελών μ' ἀποφυσήσαςarrebatándome y trasportándome Ar.V.330,
τὰς δὲ ἀνοσίους (τῶν εὐχῶν) ... ἀπέπεμπεν ἀποφυσῶν κάτωLuc.Icar.25
•disipar
οἱ ἄνεμοι ... ἀποφυσῶντες τὰ ... νέφηArist.Mete.364b8
•aventar
τὴν σποδόνDsc.5.125,
κονιορτόνArchig. en Orib.8.2.6
•en v. pas.
ὥσπερ χνοῦς ἀποφυσώμενος ἀφ' ἅλωνοςcomo parva aventada de la era LXX Os.13.3.
2 exhalar
ἀποφυσήσας τὸ ψυχίδιονLuc.Nau.26
•fig. eliminar
ἀποφυσᾷ τοῦ σπέρματος τὸ ὑγρότερον(el útero) elimina el esperma excesivamente húmedo Arist.HA 582b27.
3 silbar de una serpiente A.Io.71.
4
ἀποφυσήσασα· ἐκρύψασα (por ἐκκ-?)Hsch.