< ἀποφορέω
ἀποφόρητος >
ἀποφόρησις
,
-εως, ἡ
• Morfología:
[gen. -ιος
IG
4.823.46]
1
efluvio
ἀτμώδης
S.E.
P
.1.126, cf. 217.
2
remoción
γᾶς
IG
4.823.46 (Trezén IV a.C.).