< ἀποφυσόω
ἀποφυτεύω >
ἀποφυτεία
,
-ας, ἡ
plantación por esqueje
op. ἐμφυτεία
Arist.
Iuu
.468
b
18, cf.
Long
.467
a
28, Thphr.
CP
1.4.3.