ἀποφρίσσω
• Alolema(s): -ττω Cyr.Al.M.73.40C


alejarse por aversión εἰς τοῦτο προελθεῖν δυσσεβείας οὐκ ἀποφρίττοντας Cyr.Al.l.c., cf. abhorreo, Gloss.2.3, 554 (graf. αποφρητει).