ἀποφράσσω
• Alolema(s): át. -ττω Pl.Ti.91c, D.55.17


1 c. ac. impedir el paso, bloquear, obstruir τὸν ψόρον ... ἐν τῷ φάρυγγι Hp.Can.18, τὰς ... διεξόδους Pl.Ti.91c, τὴν ὀπήν Thphr.Sign.30, cf. Gp.10.85.1, τὰς φυγάς Onas.32.5, τὸ στόμα τοῦ λιμένος Polyaen.5.2.6, τὰς διόδους D.C.71.20.2, τὴν διαδρομήν Cyr.Al.M.70.553B, τὴν δεῦρο ἄνοδον Dig.49.1.25, τὰς εἰσόδους SB 6000.2.9, 17, 26 (VI d.C.), en v. pas. τὸ μόριον τὸ γυναικεῖον ἀπεφράγη Luc.DMort.9.2, τοὺς διακόπους ἀποφραγῆναι POxy.1409.16 (III d.C.), ἀποπεφράχθω πᾶς τοῦ βοὸς πόρος Gp.15.2.25
obturar τὸ κάτω μέρος ἀποφράξας para hacer una flauta, Archyt.B 1, ref. a las fases de la luna τοῦ στομμίου τοῦ τροχοειδοῦς ... ἀποφραχθέντος Ach.Tat.Intr.Arat.21
fig. tapar τὸ στόμα Ph.2.312, cf. Ast.Am.Hom.7.8.2, τὰ ὦτα Luc.Cal.8, cf. en v. pas. LXX 1Ma.9.55
acallar προσευχήν μου LXX La.3.8, τοὺς προσομιλοῦντας Luc.Vit.Auct.22.

2 abs. levantar una barrera, levantar un obstáculo ἀποφράττειν καὶ παροικοδομεῖν D.55.17, εἰς τὸν τόπον ἀπέφραξε PTeb.779.14 (II a.C.).