< ἀποφράζομαι
ἀπόφραξις >
ἀποφρακτικός
,
-ή, -όν
apto para desobstruir
(φάρμακα) ἀποφρακτικὰ ... ὅσα τοὺς πόρους ἀραιοῖ
Gal.14.759.