ἀποφθορά, -ᾶς, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀποφθορή Hp.Epid.3.1.10, 11
pérdida, ruina
οὗ ... σπέρματός τ' ἀποφθορᾷ παίδων κακοῦται χλοῦνιςdonde ... por la ruina de su simiente se malogra la juvenil flor de los mancebos A.Eu.187
•aborto
ἀ. νηπίουHp.Epid.3.1.10,
ἀ. περὶ πεντάμηνονHp.Epid.3.1.11.