ἀπουλόω
cicatrizar, curar, cerrar
ἕλκηDsc.5.79, cf. 1.77, 84, 4.60, en v. pas. Dsc.2.4,
ἑλκύδριαArr.Epict.2.21.22,
τραύματαGp.17.20.4, cf. Alex.Aphr.Pr.1.114
•fig. curar
τὴν ἀβελτερίανPlu.2.46f.
ἕλκηDsc.5.79, cf. 1.77, 84, 4.60, en v. pas. Dsc.2.4,
ἑλκύδριαArr.Epict.2.21.22,
τραύματαGp.17.20.4, cf. Alex.Aphr.Pr.1.114
τὴν ἀβελτερίανPlu.2.46f.