< ἀπότριχος
ἀπότριψις >
ἀποτρίχωσις
,
-εως, ἡ
tonsura
διὰ τὸ δοκεῖν αὐτοῖς ἐκ τῆς ἀποτριχώσεως μοναχὸς εἶναι
Leont.H.
Monoph
.M.86.1900A.