< ἀποτρεπτέον
ἀποτρεπτικός >
ἀποτρεπτέος
,
-α, -ον
que ha de ser evitado
ῥεύματα
Gal.16.152,
(τιμάς) ἀποτρεπτέας εἶναι
Eus.
DE
3.3 (p.113.20).