ἀποτορνεύω
1 tornear, conformar fig. de palabras y estilo redondear
περίοδονPhilostr.VS 537, cf. Iul.Or.3.77a, en v. pas.
σαφῆ καὶ στρόγγυλα ... ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευταιPl.Phdr.234e, cf. Hermog.Id.1.12 p.297, Longin.Rh.p.189
•en gener. tornear, conformar, crear
νῆσονPhilostr.Her.71.15, cf. en v. pas. Procop.Aed.1.11.18, Meth.Symp.79 (p.80.5),
ἄκρως εἰς σφαῖραν ἀποτετορνευμένοςPh.1.505,
τῶν μὲν ἀποτετορνευμένων αὐτομάτων εἰς ἥλιον φωστῆρα μέγανDion.Alex.Fr.4 (p.143).
2 contornear, circundar
τὴν ἤπειρονPhilostr.VA 1.20.