ἀποτείνω
I tr.
1 extender de obj. físicos
εἰς τὸ ἄρρεν μέρος τι αὑτοῦArist.GA 723b22,
τὼ πόδεLuc.Merc.Cond.13,
τὰ δρέπανα ... εἰς πλάγιον ἀποτεταμέναX.An.1.8.10
•desplegar
ἀράχνιαArist.HA 542a14
•en v. med. extenderse
ἡ δ' ἄλλη φάλαγξ ... ἀπετέτατο πρὸς τὸ δεξιόνX.HG 5.2.40
•fig.
ἐκεῖ τὴν διάνοιανArist.Mem.452b10.
2 extender, prolongar en gener. de palabras, sonidos, etc.
λόγονPl.Grg.466a,
μακροὺς λόγουςPl.Prt.335c,
συχνὸν λόγονPl.Grg.465e,
μακρὰν ῥῆσινPl.R.605d, cf. Phld.Rh.2.27,
τὰ χαλκία ... μακρὸν ἠχεῖ καὶ ἀποτείνειPl.Prt.329a,
φωνὴ σάλπιγγος ὀξὺν ἀποτείνουσα ... φθόγγονPlu.Sull.7, en v. pas.
τὰ (προοίμια) ἀποτεταμένα ἔστιν ὡς ἐν διηγήσεως τρόπῳD.H.Rh.10.13,
παραδείγματα ... ἀκριβῶς ἀποτεταμέναejemplos desarrollados con exactitud Luc.Rh.Pr.9
•aumentar, hacer crecer
μακροτέρους ἀποτείνουσιν μισθοὺς παρὰ θεῶνPl.R.363d.
II intr.
1 extenderse, prolongarse c. adv. o prep.
μακρὰν ἀποτείνοντεςprolongándose durante mucho tiempo (de unos síntomas), Hp.Epid.4.7, c. ἀπό Arist.HA 503b16, c. ἀπό y εἰς Arist.HA 514a34, c. ἀπό y ἐπί Hp.Anat.1, c. εἰς D.P.Au.2.18, c. μέχρι Arist.Mete.343b22, c. πόρρω Pl.Grg.458b, c. μέχρι πόρρω Hld.5.1.3
•c. inf.
οὐ μακρὰν ἀποτενεῖτε πορευθῆναιno vayáis demasiado lejos LXX Ex.8.24, c. part.
ἀ. μαχόμενοιcontinuar luchando Plu.2.60a,
σπουδάζωνPhilostr.VS 518
•tb. en v. med.
ἀποτεινομένου τοῦ πότουLuc.Merc.Cond.18,
ἡ ὄψις ... πόρρω ἀποτεινομένηArist.Mete.377b33.
2 empeñarse, obstinarse
ὑπὲρ ... δόξηςLuc.Am.17
•extenderse hablando contra
πρὸς ΣαβῖνονGal.18(1).255,
πρὸς τὸ κατὰ Ματθαῖον ... εὐαγγέλιονEus.HE 6.17.1,
πρὸς τοὺς πρεσβυτέρουςClem.Al.Paed.1.9.84,
πρὸς τούτουςClem.Al.Strom.3.4.39, cf. en v. med.
ἀποτείνεται· φιλονικεῖHsch.
3 aludir
πρὸς αὐτόνLuc.Nigr.13, en v. med. abs., D.L.5.17,
πρὸς ΠλάτωναSimp.in Ph.242.23,
ἐπὶ τὰ κοινῶς εἰρεμέναSch.Er.Il.21.229-32 (p.99.25),
πρὸς τὸν ἐχθρόνNil.M.79.424C,
πρὸς τὴν φωνήνA.D.Synt.23.11, cf. 25.22.