ἀποτερματίζω
I terminar
λόγονPhld.D.3.14.
II intr.
1 limitar
ἡ Σηρικὴ ... ἀποτερματίζουσα τῆς ἐγνωσμένης (γῆς)la Sérica (China) que forma el límite de la tierra conocida Anon.Geog.Comp.19, en v. med.
ἀποτερματίζεται παρὰ Εὐρώπῃ λίμνῃ τῇ ΜαιώτιδιAnon.Geog.Comp.10,
(τὸ οἰκούμενον μέρος τῆς γῆς) οὐ δύναται ἀποτερματίζεσθαι κύκλῳGem.16.5.
2 en v. med. limitarse, ceñirse
ἐς ἀληθείηνHp.Decent.3.