ἀποτελέω
• Morfología: [aor. ind. med. ἀπετελέσετο Wien.Anz.122.1985.255 (Lidia II/III d.C.)]
I c. compl. de cosas o abstr.
1 c. ac. de abstr. o neutr. plu. hacer, realizar
τὰ πλεῖσταTh.4.90,
θειότατα ἔργαGorg.B 11.8,
τὰ ἔργαPl.Plt.308e,
τὸν λόγονPl.Smp.186a,
παραπλήσια ... τοῖς Καμβύσου παθήμασινPl.Lg.695e,
αὐτόν (ἔργον)Isoc.15.11,
εἰς ὑπερβολὴν ἕκαστον (ἔργον) ἀποτελοῦνταςIsoc.11.16,
θυσίας ... ἀποτελοῦσινsacrifican Isoc.10.63,
ὅσα ... ὅσα ...D.C.45.1.4,
ἰάσεις ἀποτελῶhago curaciones, Eu.Luc.13.32,
ἀνακάμπτουσα δὲ ἡ ... ἀποτελοῦσα τὴν βαρύτηταescala descendente es la que termina en la nota más grave Aristid.Quint.29.11
•en v. pas.
ἓν γὰρ ὑφ' ἑνὸς ἔργον ἄριστ' ἀποτελεῖταιArist.Pol.1273b10,
ῥᾷον γὰρ τὸ ἔλαττον ἀποτελεῖσθαιThphr.CP 4.11.3
•en aor. llevar a término
ὅσα γὰρ Κύψελος ἀπέλιπε κτείνων ... Περίανδρός σφεα ἀπετέλεσεHdt.5.92η
•de votos, leyes, etc. cumplir
εὐχάςHdt.2.65,
τὰ πάτριαHdt.4.180,
(τὰ) προσταχθένταPl.Lg.823d,
τὰ προσήκονταPl.Criti.108d,
τὰ καθήκονταX.Cyr.1.2.5,
τὰ νομιζόμεναX.Cyr.3.2.19
•esp. en v. med. c. ac. de pers.
(sc. ὁ θεός) ἀπετελέσετο αὐτοῦ ... τὸν υἱόν(el dios) llevó a término la existencia de su hijo, Wien.Anz.l.c.
•satisfacer una renta
γενήματα ὧν ἀποτελοῦντες τὴν δεκά[τηνPSI 976.4 (III a.C.)
•de deseos saciar
ταύτας (ἐπιθυμίας)Pl.Grg.503d,
τὰς ἐκείνου βουλήσειςPl.Ep.336c, en v. pas.
(ἐπιθυμίαι) ... ἀποτελούμεναιPl.R.558e,
τέλεον ... τὸ ἐνύπνιον ἀποτετέλεσταιel sueño se ha cumplido enteramente Pl.R.443b,
τὸ ποικίλον τῶν δυνάμεων αὐτῆς ὑπὸ τῆς διαφορᾶς τῶν περιεχόντων ἀποτελεῖταιPtol.Iudic.12.19
•de varios efectos producir, causar
τὰ μέγιστα καὶ κυριώτατα πρὸς θάνατον τῶν νοσημάτωνPl.Ti.84c,
σύμπτωμα αἰσθητικόνEpicur.Ep.[2] 64,
ἦχον ἀποτελεῖνproducir sonido de una piedra hueca por dentro, D.P.Au.1.3.
2 c. ac. de cosa hacer, construir, fabricar en aor. c. idea de llevar a término, terminar
ἀπετέλεσαν ἄρτονhicieron pan Hp.VM 3,
ἀπετέλεσε τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώραςX.HG 3.2.10,
τὸ στάδιονPhilostr.VS 550, en v. pas.
τὸ τεῖχοςTh.4.69,
χῶμαPl.Lg.958e
•producir
γεωργίαι ... ἀπαρχὴν τῶν ἐκ τῆς γῆς ἀποτελοῦσιν ἱκανήνPl.Lg.806e.
3 jur. representar legalmente
τὸ πρόσωπον καὶ τὴν χώρανPLond.1708.22 (VI d.C.)
•astrol. hacer una predicción, predecir
τὰ ὑπογεγραμμέναGp.1.12.2,
περὶ ζωῆςPs.Ptol.Centil.17.
II c. ac. de pers. y adj. o nombre pred. hacer a uno
τὴν πόλιν ... εὐδαίμοναPl.Lg.718b,
βελτίους ... τὰς ψυχὰς τῶν νέωνPl.Lg.823d,
αὐτοὺς ... ἀμείνουςPl.Plt.297b,
(παῖδα) ἄμεμπτον φίλονX.Lac.2.13,
κακίονας ἡμᾶςPlu.2.1070e,
Θηραμένην μαθητήνAeschin.Socr.34,
τοιούτους ἀποτελεῖν ἄνδρας ὥστε ...Plb.6.52.11.
III intr. en v. med.-pas.
1 alcanzar la perfección, perfeccionarse
τὸ σῶμα ἀπετελέσθηArist.Cael.268b26,
ἀλλ' ὃς ἂν ἀποτελεσθῇ πρὸς ἀρετήνpero el que llegue a la perfección en la virtud Luc.Herm.8, en lit. crist.
ἡμεῖς πρὸς τὸ ... ἅγιον ἀποτετελέσμεθαDion.Ar.Ep.M.3.1093D,
τὸν πρός τι τῶν ... ἱερατικῶν ταγμάτων ἀποτελεσθένταdel que se ordena, Dion.Ar.EH M.3.509C
•en part. perf. pas.
τύραννος ... ἀποτετελεσμένοςun perfecto tirano Pl.R.566d,
ἀποτετελεσμένος ... ἐπίτροποςun administrador perfecto X.Oec.13.3.
2 tener lugar, cumplirse
Ἔρως ... ἀποτελούμενοςun amor que se realiza Pl.Smp.188d,
γένεσις ἀποτελεῖταιOcell.32, de las influencias astrales, Ptol.Tetr.1.1.1
•en aor. terminar
ἡ μάχη ... ἀπετελέσθηPlb.5.86.7.
3 alcanzar un máximo
ἀποτελεσθῆ[ν]αι τὴν κώμην πάλαι ἀπὸ ἀνδρῶν κζPSI 101.11 (II d.C.).