< ἀποτειχιστέον
ἀπότεκνος >
ἀποτεκμαίρομαι
conjeturar por ciertos indicios
πόρους τ' ἀπετεκμαίροντο λίμνης ἐκπρομολεῖν Τριτωνίδος
A.R.4.1538.