< ἀποταμιεύομαι
ἀποταμίευστος >
ἀποταμίευσις
,
-εως, ἡ
almacén
,
depósito
fig.
τοῦ καθ' ἁμαρτίαν ὀλέθρου τῆς ψυχῆς
Procop.Gaz.M.87.1288B.