< ἀποσωμάτωσις
ἀποταγή >
ἀποσωρεύω
amontonar
,
acumular
Hsch.s.u.
ἀποθησαμένη
,
AB
432
•
fig.
ἀσφάλειαν
Cyr.Al.M.77.536C.