< ἀποσχαστέον
ἀποσχεδιάζω >
ἀποσχάω
sajar
,
abrir
τὰς φλέβας τὰς ὑπὸ τῇ γλώσσῃ ἀποσχᾶν
Hp.
Morb
.2.38, cf. Hsch.